Αρχαία ελληνική τραγωδία και ανθρώπινη ανάγκη με «φόντο» μια σύγχρονη πανδημία
Η αρχαία ελληνική τραγωδία και η απόλυτη δικαίωσή της στη θέαση της ανθρώπινης ανάγκης μέσα από το κάτοπτρο της «σύγχρονης» πανδημίας του Covid-19
Όταν ήμουν παιδί παίζοντας στην αυλή της Παναγιάς της Χρυσαφίτισσας στη Μονεμβάσια, όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, με εντυπωσίασε που όλοι πρόστρεχαν στο ναό, στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας και τοποθετούσαν κάποιο τάμα, όλοι εύχονταν να γίνει κάτι… όλοι ζητούσαν… τι ζητούσαν; Υγεία, Γαλήνη, Ευημερία, Ευτυχία. Αυτό ήταν και είναι πάντοτε το γενικό αίτημα, που εάν άθροιζες μια-μια τις ευχές, μια-μια τις επιθυμίες, έβλεπες πως όλοι οι άνθρωποι έχουν ουσιαστικά ΜΙΑ επιθυμία… άρα όλοι οι άνθρωποι είναι ΙΔΙΟΙ. Εδώ ακριβώς, απέκτησα τη συνείδηση της ομοιότητας των ανθρώπων πέρα από χρώμα, πέρα από φυλή, πέρα από θρησκεία…γιατί η ανθρώπινη ζωή είναι ΜΙΑ και η ανάγκη διατήρησης της ζωής είναι ΜΙΑ για όλους, είναι κάθε ζωή μια πάλη εναντίον της αναπηρίας, της αρρώστιας και του θανάτου… όλη η ζωή είναι μια ευχή για την αθανασία.
Γιάννης Ρίτσος [Οδοιπορικό στη Μονεμβασιά, ΕΡΤ 1988]
Δυόμιση χιλιάδες χρόνια πριν έγραψαν ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης τις τραγωδίες τους. Και είναι να απορεί κανείς και να αισθάνεται απόλυτο δέος όταν, ενεός, συνειδητοποιεί ότι η ανθρωπότητα, παρά την αλματώδη εξέλιξή της στον τομέα των θετικών επιστημών, ελάχιστα έχει προχωρήσει στην εξελικτική της πορεία αναφορικά με τα τεράστια, κεφαλαιώδη εναγώνια φιλοσοφικά ερωτήματα που τη διέπουν, ταλανίζοντας την από την εποχή του Κάιν και του Άβελ.
Φαντάζει η ανθρωπότητα πρωτόπειρη στα μεγάλα πανανθρώπινα δομικά ερωτήματα της ίδιας της ύπαρξης, τον μυριόχρονο αέναο εγκλεισμό στην Κιβωτό της ανάγκης, το αναπόδραστο πεπρωμένο του θανάτου, το νόμιμον, το ηθικόν και η σύμπλευση τους… και ένα σωρό αναπάντητα μέχρι σήμερα ηθικά οικουμενικά υπαρξιακά ζητήματα.
Ωστόσο, είναι εξίσου αξιοπερίεργο ότι και στον τομέα των θετικών επιστημών μέχρι και σήμερα ο «Βασιλιάς» αποδεικνύεται… φεύ… γυμνός, καταδεικνύοντας την ευαλωτότητα και το εφήμερο της ανθρώπινης φύσης μας, παρά τις σύγχρονες νιτσεϊκές αυταπάτες περί υποτιθέμενης παντοδυναμίας του Υπερ-Ανθρώπου.
Ακόμη και σήμερα, 2.500 χρόνια εξελικτικής πορείας δεν είναι αρκετά για να μας θωρακίσουν απέναντι σε έναν ιό… απέναντι στην ίδια την ανάγκη, τη φθαρτότητα του ταπεινού αλαζονικού σαρκίου μας… όθεν με ικετήριους κλάδους και πάλι προστρέχουμε στον νυμφίο Λοξία, τον Βούδα, τον Μωάμεθ, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό… να προστρέξει ιατήρας της νόσου και λυτρωτής, όπως οι σεβάσμιοι γέροντες της Θήβας προσήλθαν στον Οιδίποδα να ικετέψει τον Απόλλωνα να λυτρώσει την πόλη από τον φονικό λοιμό.
Κάθε άνθρωπος έχει επίγνωση του στοιχείου της τραγωδίας στη ζωή. Η τραγωδία όμως, ως μορφή δράματος, δεν αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο. Η τέχνη της Ανατολής γνωρίζει τη βία, τον πόνο, τη συμφορά, τον τελετουργικό θάνατο, αλλά αυτή η αναπαράσταση του προσωπικού μαρτυρίου και της ηρωικότητας που ονομάζουμε τραγικό δράμα στη δυτική κουλτούρα, είναι κάτι διαφορετικό.
Η αίσθηση της ανθρώπινης τραγικότητας της Ορέστειας και του Άμλετ, η αναπαράσταση σε μία δημόσια σκηνή της αυστηρά προσωπικής αγωνίας και το ανθρώπινο όραμα που αυτή η αγωνία περικλείει είναι ελληνικά και βαθιά ριζωμένα στη δυτική σκέψη. Για παράδειγμα, η τραγωδία είναι κάτι ξένο ως προς την ιουδαϊκή παράδοση που αξιώνει δικαιοσύνη από τον Γιεχωβά ακόμη και στον θυμό του, αφού με το πλήρωμα του χρόνου δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η συμπεριφορά του Θεού απέναντι στον άνθρωπο θα γίνεται δίκαιη.
Οι πόλεμοι στην Παλαιά Διαθήκη είναι αιματηροί και γεμάτοι πόνο, όμως δεν είναι τραγικοί, σε αντίθεση με τον Πελοποννησιακό Πόλεμο που βρίθει τραγικότητας, αφού εκτυλίσσεται με φόντο σκοτεινά πεπρωμένα, κακές εκτιμήσεις, ανθρώπους παγιδευμένους στην ανάγκη. Όπου η σύγκρουση μπορεί να διευθετηθεί με τεχνικά ή κοινωνικά μέσα, έχουμε ένα σοβαρό κοινωνικό δράμα, αλλά όχι τραγωδία. Όπου η εφαρμογή υγιέστερων οικονομικών ή υλικών ή κοινωνικών συνθηκών μπορεί να δώσει λύσεις σε σοβαρές κρίσεις, δεν υπάρχει τραγωδία. Η τραγωδία έχει το στοιχείο του ανεπανόρθωτου.
Στο ιουδαϊκό πνεύμα, όπως και στον Μαρξ, δεν υπάρχει η αίσθηση της τραγωδίας. Ο τελευταίος αρνήθηκε την έννοια της τραγωδίας, λέγοντας ότι «η ανάγκη είναι τυφλή μόνον έως τον βαθμό, που δεν την κατανοούμε».
Η αρχαία ελληνική τραγωδία γεννιέται από το ακριβώς αντίθετο επιχείρημα: Το λογικό, η τάξη, η δικαιοσύνη είναι τρομακτικά πεπερασμένες και η πρόοδος της επιστήμης ή τα τεχνικά μέσα δεν κατορθώνουν να μεταθέσουν τα πεπερασμένα αυτά όρια, επειδή ακριβώς έξω και μέσα στον άνθρωπο υπάρχει το έτερον, το άλλο του κόσμου.
Η ανάγκη, λοιπόν, είναι τυφλή και η αναμέτρηση του ανθρώπου μαζί της, πάντα και παντού θα του «κλέβει τα μάτια», γιατί η αρπαγή της αλήθειας μέσα του, είναι πιο δυνατή από τη γνώση.
Σε εκείνο ακριβώς το σημείο, ανάμεσα στην ανθρώπινη γνώση και στη δράση βρίσκεται η ειρωνική άβυσσος, που χωρίζει το πεπερασμένο του ανθρώπου, ως βιολογία, από τον κραδασμό της άφατης αλήθειας της ύπαρξής του. Η συναίσθηση αυτής της αβύσσου γέννησε την τραγωδία.
Πάντα ο Ετεοκλής θα βαδίζει στην έβδομη πύλη, μολονότι ξέρει πως εκεί θα σκοτωθεί και πάντα η Αντιγόνη θα παραβαίνει τοn νόμο του Κρέοντα, αποδεχόμενη τοn θάνατο. Ο Οιδίποδας θα ψάχνει την καταγωγή του αν και πάντα ενδόμυχα μέσα του γνωρίζει την άνομη αλήθεια του. Ο Αγαμέμνονας θα κάνει κάθε φορά εκείνο το πρώτο υπεροπτικό βήμα πάνω στο κόκκινο χαλί που τον οδηγεί στοn θάνατο και ο Ορέστης θα πείθεται εσαεί στους νόμους της εκδίκησης του πατρικού αίματος και θα αδυνατεί να κόψει τον κύκλο του αίματος παρ’ όλο που εκ καταγωγής είναι ξένος σ’ όλα αυτά.
Η λύση-λύτρωση στην ελληνική τραγωδία δίνεται μέσα από τη Δίκη. Ο Ορέστης, ικέτης στον ναό της Αθηνάς αιτείται λύτρωση από το κυνήγι των Ερινυών. Γίνεται δίκη και αθωώνεται με την ψήφο της Αθηνάς. Οι Ερινύες μετατρέπονται σε Ευμενίδες. Στο ιερό άλσος των Ευμενίδων εισέρχεται ικέτης και ο Οιδίποδας για να βρει τη λύτρωση.
Από την παρατήρηση του κόσμου, κοινή σε όλους είναι η διαπίστωση πως οι άνθρωποι είναι συντεθειμένοι από τα ίδια υλικά, έχουν τις ίδιες βασικές ανάγκες, διακατέχονται από τα ίδια ένστικτα και καταβάλλονται από τους ίδιους φόβους, για να θυμηθούμε τον Γιάννη Ρίτσο στο Οδοιπορικό στη Μονεμβασία, τη γενέθλια γη στο Αφιέρωμα της ΕΡΤ το 1988.
Όλοι υποκλίνονται στην ανάγκη για επιβίωση και κατακυριεύονται από τον φόβο του θανάτου.
Πόλεμος είναι η αρχή των πάντων και το εναρκτήριο λάκτισμα της σύγκρουσης, η ανάγκη, γεννημένη μέσα στα σπλάχνα του φόβου και της ζωικής ορμής, γίνεται ο συνεκτικός αρμός των ανθρωπίνων σχέσεων.
Η αρχαία ελληνική τραγωδία πραγματεύεται αυτό ακριβώς το κεντρικότατο σημείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Ένα θεατρικό έργο δεν περιορίζεται στις σημασίες του· ούτε στην ερμηνεία που του δίνει ο δημιουργός του ούτε στην εποχή που γράφτηκε. Η μορφοποίηση του σημαινόμενου μέσω του έργου, που είναι το σημαίνον, συνιστά την ουσία του. Το έργο δεν πλάθεται και δεν περιορίζεται στο σχήμα της κλειδαριάς, που αντιστοιχεί στο κλειδί το οποίο κρατά στο χέρι ο εκάστοτε μελετητής του. Αντίθετα, ο ερευνητής πρέπει να χρησιμοποιήσει το κλειδί του επιστημονικού του πεδίου με την προσδοκία να ανοίξει μία πόρτα, που θα του αποκαλύψει μία νέα προσέγγιση.
Τα αρχαία ελληνικά κείμενα μιλούν με διαφορετικούς τρόπους στους κλασικούς φιλόλογους, στους ανθρωπολόγους, στις φεμινίστριες, στους μαρξιστές, στους κοινωνιολόγους, στους ψυχαναλυτές, στους ιστορικούς, στους νομικούς, στους σύγχρονους Έλληνες, που έχουν το πλεονέκτημα της μητρικής γλώσσας. Το κάθε γνωστικό πεδίο και εντός αυτού η κάθε μια θεωρητική κατεύθυνση, χρησιμοποιεί την «πλαστικότητα» του πρωτότυπου υλικού για να δομήσει τις δικές του θεωρίες. Η πιο σπάνια και πιο ενδιαφέρουσα προσέγγιση είναι εκείνης της κατηγορίας των μελετητών, οι οποίοι πρεσβεύουν τον συνδυασμό των ιδεών και των μεθόδων περισσότερων ειδικοτήτων, έχοντας οι ίδιοι την πεποίθηση πως τα κλασικά κείμενα μπορούν να ανακαλύψουν τη δυναμική τους μόνο μέσω της διεπιστημονικής προσέγγισης και τούτο γιατί χαρακτηριστική ιδιότητα του αρχαίου ελληνικού δράματος ήταν η επιζήτηση του αιώνιου και του διαχρονικού, η διερεύνηση του πολυσύνθετου ανθρώπινου χαρακτήρα, τόσο διεισδυτικά και πολύπλευρα, ώστε ο κεντρικός πυρήνας του να εξακολουθεί και στην εποχή μας να είναι απολύτως ουσιώδης.
Αυτά τα πολύτιμα, τα σεπτά κείμενα των Αρχαίων Ελλήνων Τραγωδών ήταν κτήμα και κοινός τόπος για όλα τα μεγάλα σύγχρονα πνεύματα των Νεοελλήνων που πήγαν την παγκόσμια διανόηση ένα βήμα παρακάτω.
Έτσι, ο Οδυσσέας Ελύτης οδηγείται στο σημείο να υποστηρίξει στην Ιδιωτική Οδό του: «Εκατοντάδες χρόνια πριν, όταν υπήρχαν ακόμη άνθρωποι που δεν είχαν κλεισθεί στο κλουβί των αιτίων και των αιτιατών, η καρέκλα πετούσε και η θάλασσα πατιόταν…τότε που του παίρναν του ανθρώπου τη μιλιά οι ξωθιές, αυτός μιλούσε. Σήμερα κιοτεύει και συντηρείται με τη μασημένη τροφή των μέσων μαζικής ενημέρωσης – πούθε να περάσει ο Άγγελος»;